θεατροκρατία

θεατροκρατία
θεατροκρατίᾱ , θεατροκρατία
rule exercised by the spectators in a theatre
fem nom/voc/acc dual
θεατροκρατίᾱ , θεατροκρατία
rule exercised by the spectators in a theatre
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • θεατροκρατίαν — θεατροκρατίᾱν , θεατροκρατία rule exercised by the spectators in a theatre fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • ՏԵՍԱՐԱՆԱՅԱՂԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0868 Chronological Sequence: Unknown date գ. θεατροκρατία theatralis potestas. Տիրելն տեսարանի իբրեւ յաղթօղ այլոց. *Փոխանակ քաջայաղթութեանն ʼի սմա՝ եղեւ չարչար տեսարանայաղթութիւն. Պղատ. օրին. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”